бичевать - ορισμός. Τι είναι το бичевать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бичевать - ορισμός


БИЧЕВАТЬ      
1. изобличать, подвергать суровой критике (книжн.).
Б. пороки.
2. (устар.) бить бичом.
бичевать      
БИЧЕВ'АТЬ, бичую, бичуешь, ·несовер., кого-что. Сечь, хлестать кнутом в наказание.
| перен. Преследовать изобличением (·книж. ). Салтыков бичевал бюрократию. Бичевать пороки. "Бичуя маленьких воришек для удовольствия больших." Некрасов.
бичевать      
несов. перех.
1) Хлестать, бить бичом.
2) перен. Подвергать резкой критике.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бичевать
1. Бичевать, рубить правду должны документалисты, фотографы, журналисты.
2. Не надо порицать разврат и взятки, хвалить Европу, бичевать дрянцо...
3. Бичевать зло на сцене, чтобы его меньше было в жизни.
4. Человеку свойственно извинять собственные грехи, но бичевать других.
5. -- Ред.) как унтер-офицерская вдова, любим себя бичевать.
Τι είναι БИЧЕВАТЬ - ορισμός